- χαλβανόεις
- χαλβᾰνόεις, εσσα, εν,A of or from
χαλβάνη, ῥίζα Nic.Al.555
.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
χαλβάνη, ῥίζα Nic.Al.555
.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
χαλβανόεις — εσσα, εν, Α αυτός που έχει παρασκευαστεί από χαλβάνη. [ΕΤΥΜΟΛ. < χαλβάνη «ρητίνη φυτού» + κατάλ. όεις*] … Dictionary of Greek
χαλβανόεσσα — χαλβανόεις of fem nom/voc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)